Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

στεφανιαίος αγγειόσπασμος

  1. Αρχική
  2. στεφανιαίος αγγειόσπασμος
στεφανιαίος αγγειόσπασμος
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001