Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

καταπληξία

  1. Αρχική
  2. διαταραχές
  3. διαταραχές ύπνου
  4. ναρκοληψία
  5. καταπληξία
καταπληξία
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001