Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

τεχνητή αναπνοή

  1. Αρχική
  2. θεραπευτική
  3. επείγουσα θεραπεία
  4. τεχνητή αναπνοή
τεχνητή αναπνοή
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001