Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

στεφανιαίος αγγειόσπασμος

  1. Αρχική
  2. νοσήματα
  3. καρδιαγγειακά νοσήματα
  4. καρδιακά νοσήματα
  5. στεφανιαία νόσος
  6. στεφανιαίος αγγειόσπασμος
στεφανιαίος αγγειόσπασμος
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001