Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

λεμφοσάρκωμα

  1. Αρχική
  2. νεοπλάσματα
  3. σάρκωμα
  4. λεμφοσάρκωμα
λεμφοσάρκωμα
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001