Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

κνίδωση

  1. Αρχική
  2. νοσήματα
  3. ανοσολογικά νοσήματα
  4. υπερευαισθησία
  5. κνίδωση
κνίδωση
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001