Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

βούτηρο

  1. Αρχική
  2. τροφή
  3. γαλακτοκομικά προϊόντα
  4. βούτηρο
βούτηρο
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001