Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

σφηνοειδές οστό

  1. Αρχική
  2. επιστήμες της ζωής
  3. βιολογικές επιστήμες
  4. ανατομία
  5. μυοσκελετικό σύστημα
  6. σκελετός
  7. οστό και οστά
  8. κρανίο
  9. σφηνοειδές οστό
σφηνοειδές οστό
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001