Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

σηπτικό σοκ

  1. Αρχική
  2. λοίμωξη
  3. σηψαιμία
  4. σηπτικό σοκ
σηπτικό σοκ
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001